Ανιχνευτής ψεύδους

«Ναι, ναι, μπες».
Η πόρτα του γραφείου άνοιξε και μπήκε μέσα ο αρχισυντάκτης ειδήσεων. Δεν χρειάστηκε να κοιτάξει τριγύρω για να βρει που καθόταν ο Γιώργος Γιατεντέρης. Ήταν στην γωνία που χρησιμοποιούσε σαν καμαρίνι, με τον καθρέπτη και τα υπόλοιπα σύνεργα. Ήταν από τις απαιτήσεις του για να συνεργαστεί με το κανάλι και να παρουσιάσει το κεντρικό δελτίο ειδήσεων των εννιά: ένα πελώριο γραφείο –σαν πρώτη φίρμα δημοσιογράφος που ήταν- και ένα καμαρίνι μέσα σε αυτό -σαν καλός σταρ που ήταν. Τώρα καθόταν μπροστά από τον καθρέπτη και δεχόταν τις περιποιήσεις της αισθητικού που του φρόντιζε τις φαβορίτες. Φορούσε μια κόκκινη ποδιά γύρω από το λαιμό, που του κάλυπτε όλο το σώμα για να μην πέσουν οι κομμένες τρίχες στα ρούχα του.
«Κάνε ένα τάιμ άουτ» είπε ο αρχισυντάκτης. «Έχουμε σοβαρά θέματα απόψε. Θέλω την προσοχή σου».
«Μμμ» έκανε ο Γιατεντέρης και έκανε ένα νόημα στην αισθητικό να σταματήσει. Εκείνη τον άφησε, ακούμπησε τα εργαλεία της στο τραπεζάκι και βγήκε από το γραφείο. Ο Γιατεντέρης κοιτάχτηκε λίγο ακόμα. Είχε μια άψογη χωρίστρα και υπέροχα στιλπνά μαλλιά. Μόλις του καθάριζε και λίγο το σβέρκο θα ήταν άψογα. Γύρισε την περιστρεφόμενη καρέκλα προς την μεριά του αρχισυντάκτη καθώς ακολουθούσε η καθιερωμένη ενημέρωση για τα θέματα του δελτίου. «Για πες».
Ο αρχισυντάκτης, ένας καραφλός πενηντάρης με άσπρες τρίχες στα πλάγια και γυαλιά μυωπίας, τράβηξε μια καρέκλα και έκατσε κοντά του. Κρατούσε ένα μάτσο χαρτιά. «Καταρχήν, το κύριο θέμα αλλάζει».
«Και ποιο θα είναι;»
«Η διαδήλωση στην Θεσσαλονίκη. Η αστυνομία έδιωξε τους δημοσιογράφους από τον Λευκό Πύργο για να μην μπορούν να φωτογραφήσουν το μέγεθος της διαδήλωσης».
«Σοβαρά;» 
«Ναι, είχε πολύ περισσότερο κόσμο απ’ ότι αναμενόταν. Μας το είπε ο δημοσιογράφος που είχαμε στείλει εκεί».
«Και τους έδιωξαν για να μην μπορούν να αναδείξουν το μέγεθος; Αν είναι δυνατόν. Αυτό είναι φίμωση!»
«Έχεις δίκιο».
«Ανήκουστο. Θα τους κάνω ρεζίλι στο δελτίο».
«Καλά, καλά, χαλάρωσε. Η γραμμή είναι ακριβώς η αντίθετη. Επειδή έχει γίνει μεγάλος ντόρος στα blogs και στο facebook πρέπει να κατευνάσουμε λίγο την ένταση».
«Και πώς θες να το παρουσιάσουμε;»
«Ότι η διαδήλωση δεν είχε και τόσο κόσμο όσο θέλουν να λένε αλλά ήταν φανατισμένοι, και πως οι δημοσιογράφοι απομακρύνθηκαν επειδή η αστυνομία φοβήθηκε για την ασφάλεια τους. Θα μπορέσεις;»
«Ναι, εννοείται».
«Ο όχλος κατευθυνόταν προς τον Λευκό Πύργο με πολύ άγριες διαθέσεις κλπ κλπ».
«Μπροστά στην ασφάλεια των συνανθρώπων μας δεν μετράει τίποτα άλλο, μην ανησυχείς. Μήπως έχουμε φωτογραφίες κουκουλοφόρων ή τίποτα τέτοιο;»
«Έχουμε μερικές από όταν πέσαν τα δακρυγόνα. Ξέρεις, με μάσκες χειρουργείου, μαντίλια, κασκόλ και τέτοια». Ο αρχισυντάκτης έβγαλε μερικές φωτοτυπίες από το πάκο του και του τις έδειξε. Ο δημοσιογράφος τις κοίταξε χωρίς να τις κρατήσει γιατί τα χέρια του ήταν καλυμμένα από την κόκκινη ποδιά.
«Αν είναι δυνατόν» είπε ο Γιατεντέρης. «Κοίτα εκφράσεις! Κοίτα διαθέσεις!»
«Πώς τις βλέπεις; Αφού έχουν καλυμμένα πρόσωπα».
«Κοιτάω των διπλανών τους».
«Α».
«Μην ανησυχείς καθόλου. Η βία είναι έκδηλη σε αυτές τις φωτογραφίες. Βγάζουν μάτι. Με το που θα τις δείξουμε στην κάμερα δεν θα υπάρχει καμία αμφιβολία για τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι δημοσιογράφοι. Εδώ κοίτα. ΕΔΩ ΚΟΙΤΑ! Έτοιμοι να τους φάνε ζωντανούς. Υπάρχει μείζων ζήτημα ασφάλειας για τους δημοσιογράφους, δεν χωρά αμφιβολία». 
Με το που τελείωσε αυτή τη φράση, το δεξί χέρι του δημοσιογράφου πετάχτηκε μαζί με την ποδιά προς το πρόσωπο του και σταμάτησε λίγα εκατοστά πριν από αυτό.
«Τι ήταν αυτό;» έκανε ο αρχισυντάκτης.
«Ποιο;» έκανε ο Γιατεντέρης και κατέβασε το χέρι του.
«Το χέρι σου πετάχτηκε».
«Όχι».
«Πώς όχι; Μόλις πετάχτηκε».
«Ήθελα να δω κάτι στην ποδιά. Μου φάνηκε σαν λεκές».
«Α…»
«Πάμε παρακάτω».
«Εντάξει» είπε ο αρχισυντάκτης και μάζεψε τις φωτογραφίες του. Όσο τακτοποιούσε τις σημειώσεις του, ο Γιατεντέρης κοίταξε το δεξί του χέρι που το είχε ακουμπήσει στο γόνατο του. Το βλέμμα του ήταν ελαφρώς έκπληκτο. Αμέσως μετά έγινε ξανά επαγγελματικό γιατί ο αρχισυντάκτης του μίλησε.
«Λοιπόν, το επόμενο θέμα είναι οι αυτοκτονίες» είπε ο αρχισυντάκτης.
«Έγιναν κι άλλες;»
«Κάθε μέρα γίνονται αλλά το ποσοστό δεν είναι τόσο μεγάλο».
«Πόσο είναι;»
«Το ποσοστό αυτοκτονιών γενικότερα ασ’ το, και δεν χρειάζεται να το αναφέρεις. Θα μιλήσεις για ποσοστό αύξησης σε σχέση με πέρσι».
«Αυτό πόσο είναι;»
«17%»
«Ε, δεν είναι και τόσο μεγάλο».
«Το ίδιο είπε και στο twitter ο Νάρκισσος, ο βουλευτής της κυβέρνησης. Θα είναι σήμερα μαζί μας στο δελτίο».
«Το ξέρω».
«Η γραμμή είναι να τον υποστηρίξεις».
«Άσ’ το πάνω μου».
«Ξέρεις τι να πεις;»
«Δεν θα μου πεις την δουλειά μου» απάντησε ο Γιατεντέρης. «Φυσικά και ξέρω τι θα πω. Για τέτοια πελώρια κοινωνική αλλαγή στην Ελλάδα, το ποσοστό όχι απλά δεν είναι μεγάλο αλλά είναι και μικρό».
«Φανταστικό! Πώς το σκέφτηκες;»
«Είδες; Άκου και αυτό: σε άλλες χώρες θα ήταν πολύ μεγαλύτερο το ποσοστό αλλά οι Έλληνες δείχνουν εξαιρετική αντοχή σε αυτές τις ανήλεες συνθήκες».
«Υπέροχ- τι έπαθες πάλι;»
«Τίποτα».
«Πώς τίποτα; Το χέρι σου ξαναπετάχτηκε στο πρόσωπο σου».
«Εμ…» έκανε ο Γιατεντέρης και κοίταξε στιγμιαία το χέρι του που το είχε ακουμπήσει ξανά στο γόνατο του.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε ο αρχισυντάκτης.
«Ναι, καλά είμαι».
«Και τότε τι παθαίνει το χέρι σου;»
«Τίποτα. Είχα φαγούρα στο κεφάλι και πήγα να ξυστώ αλλά ξέχασα ότι φοράω ποδιά. Δεν μου αφήνεις τα θέματα να τα κοιτάξω με την ησυχία μου;»
«Αποκλείεται. Αύριο είναι η μεγάλη ψηφοφορία στην Βουλή και δεν πρέπει να είναι άνω κάτω ο κόσμος. Μας έχει βάλει χέρι ο Μεγάλος για να κάνουμε ότι μπορούμε, οπότε ξύσου όσο θες αλλά εγώ θα μείνω εδώ για να σε προετοιμάσω». 
«Καλά».
«Λοιπόν, το επόμενο θέμα είναι…»
Ο Γιατεντέρης, κάτω από την ποδιά, κράτησε τον καρπό του δεξιού του χεριού με το αριστερό.
«…οι κατασχέσεις» είπε ο αρχισυντάκτης. «Ξεκίνησε η εφορία να παίρνει τα πρώτα σπίτια. Εδώ δυσκολεύομαι να βρω καλά επιχειρήματα. Έχεις κανένα;»
«Φυσικά». Το δεξί χέρι του Γιατεντέρη πήγε να τιναχτεί αλλά το αριστερό το συγκράτησε στην θέση του. 
Ο σπασμός δεν πέρασε απαρατήρητος από τον αρχισυντάκτη, που σήκωσε τα μάτια του και τα κάρφωσε πάνω του. «Μπορείς να μου πεις τι συμβαίνει;» ρώτησε τον δημοσιογράφο.
«Τι συμβαίνει;» έκανε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε ο Γιατεντέρης. «Τίποτα δεν συμβαίνει».
«Πώς τίποτα; Εσύ χτυπιέσαι ολόκληρος».
«Δεν χτυπιέμαι, μην υπερβάλεις».
«Αν έχεις φαγούρα, βρε άνθρωπε, γιατί δεν ξύνεσαι;»
«Με την ποδιά θα ξυστώ;»
«Ε, βγάλε το χέρι από την ποδιά».
«Ε;»
«Βγάλε το χέρι από την ποδιά και ξύσε το κεφάλι με το δάχτυλο».
«Δεν πειράζει, σιγά».
«Πώς δεν πειράζει, κάθε τρεις και λίγο με διακόπτεις. Έτσι θα δουλέψουμε;»
Ο Γιατεντέρης ένιωσε τα μάτια του αρχισυντάκτη σαν καυστικό οξύ επάνω του. Ο καράφλας ήταν μεγάλο κεφάλι στο κανάλι- όχι όσο ο all over the top που έδινε τις γραμμές αλλά αρκετά- και τον κοιτούσε με ένα διαπεραστικό βλέμμα πίσω από τα γυαλιά του. Ήταν και μεγάλη μουσίτσα επίσης. Δεν ήταν να είσαι απρόσεκτος μαζί του, την επόμενη στιγμή είχε δώσει την απροσεξία σου στο αφεντικό.
«Μήπως έχεις κανά τικ;» τον ρώτησε ο αρχισυντάκτης.
«Τικ; Τι είναι αυτά λες. Φυσικά και όχι».
«Είσαι σίγουρος; Ή θα αρχίσεις να κοπανιέσαι στον αέρα όταν θα λες τις ειδήσεις;»
«Μη λες βλακείες. Αν είχα τικ δεν θα είχε φανεί; Τόσα χρόνια βγαίνω στην τηλεόραση».
«Μπορεί να το απόκτησες τώρα».
«Έχω ήδη παρουσιάσει τέσσερα δελτία ειδήσεων στο κανάλι σας, δεν θα το ήξερες αν είχα;»
«Ναι, δεν έχεις άδικο σε αυτό».
«Μισό λεπτό, θέλω να πάω τουαλέτα».
«Τώρα σου ‘ρθε;»
«Δεν θα αργήσω, σε μισό λεπτό θα είμαι πίσω».
Ο Γιατεντέρης σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα χωρίς να βγάλει την κόκκινη ποδιά. Βγήκε έξω, διέσχισε τον διάδρομο όπου περπατούσαν βιαστικοί υπάλληλοι και τρύπωσε στην τουαλέτα που ήταν καμιά εικοσαριά μέτρα παρακάτω. Ευτυχώς ήταν άδεια. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και την κλείδωσε. Αμέσως μετά σήκωσε την ποδιά και εμφάνισε τα χέρια του για να τα εξετάσει. Οι παλάμες του ήταν όπως πάντα τρυφερές και με περιποιημένα νύχια, δηλαδή απόλυτα φυσιολογικές. 
Η αλήθεια είναι πως είχε καταλάβει τι είχε γίνει στο γραφείο του αλλά δεν είχε καμία ιδέα για ποιο λόγο είχε γίνει. Και ήταν σαστισμένος. Πρώτη φορά του συνέβαινε τέτοιο πράγμα.
Επικεντρώθηκε στην ατίθαση δεξιά παλάμη. Την έστριψε όπως θα έστριβε κάποιος μία σχάρα με μπριζόλα για να την ψήσει και από τις δύο πλευρές. Δεν βρήκε τίποτα περίεργο. Τουλάχιστον εξωτερικά. Ούτε έτρεμε ούτε τίποτα. Μια χαρά παλάμη ήταν.
«Για μια τέτοια πελώρια κοινωνική αλλαγή στην Ελλάδα» είπε δοκιμαστικά στην παλάμη του, «το ποσοστό όχι απλά δεν είναι μεγάλο αλλά είναι και μικρό».
ΦΑΠ! Η δεξιά παλάμη πετάχτηκε στο πρόσωπο του και τον φασκέλωσε.
Ο τρόμος έσκασε μέσα στον Γιατεντέρη, κάνοντας το αριστερό του χέρι να αρπάξει το δεξί και να το κατεβάσει όπως όπως, ενώ τα μάτια του στρογγύλεψαν σαν δορυφορικά πιάτα που ψάχνουν τρελαμένα για σήμα: πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, μπρος, πίσω, παντού. Δεν τον είχε δει κανείς, ευτυχώς.
Αφού θυμήθηκε ότι ήταν μόνος του στην τουαλέτα και δεν υπήρχε περίπτωση να τον δει κανένας, κοίταξε την παλάμη του που την συγκρατούσε χαμηλά, πιασμένη από τον καρπό. Η παλάμη είχε πάρει την φυσιολογική της μορφή: με τα δάχτυλα χαλαρωμένα και ελαφρώς λυγισμένα.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα που η μοναδική κίνηση στην τουαλέτα ήταν το λαρύγγι του Γιατεντέρη που ανεβοκατέβαινε.
Ο δημοσιογράφος κούνησε ελαφρά τα δάχτυλα και διαπίστωσε πως υπάκουσαν πρόθυμα στις οδηγίες του. Έσφιξαν, άνοιξαν, κουνήθηκαν ένα ένα. Ακόμα και κωλοδάχτυλο σχημάτισαν. Έκαναν, γενικώς, ότι τους έλεγε. Τι διάολο είχαν πάθει νωρίτερα;
«Σε άλλες χώρες θα ήταν πολύ μεγαλύτερο το ποσοστό» ξαναδοκίμασε ο Γιατεντέρης, «αλλά οι Έλληνες δείχνουν εξαιρετική αντοχή σε αυτές τις ανήλεες συνθήκες».
Το χέρι του τραντάχτηκε καθώς έκανε προσπάθεια να πεταχτεί αλλά δεν το άφηνε το αριστερό. Αναγκάστηκε δύσκολα να παραμείνει χαμηλά. Ωστόσο, δεν έμεινε φιμωμένο. Τα δάχτυλα άνοιξαν, τεντώθηκαν, και ένα περιποιημένο φάσκελο εξαπολύθηκε από κάτω.
Ο Γιατεντέρης το ταρακούνησε για να σταματήσει. Έμοιαζε σαν να το είχε αρπάξει από το λαιμό και να προσπαθούσε να το πνίξει. Όταν το χέρι σταμάτησε να κάνει τα δικά του και τα δάχτυλα ηρέμησαν ξανά, ο δημοσιογράφος στηρίχτηκε έντρομος με την πλάτη πάνω στην πόρτα της τουαλέτας.
Πότε σε όλη την ιστορία, απ’ όσο ξέρουμε τουλάχιστον, η διακόσμηση μιας τουαλέτας δεν έχει δώσει απάντηση σε κάποιο πρόβλημα –εκτός αν είσαι ο Αρχιμήδης ή κάποιος υδραυλικός. Έτσι, όσο και να κοιτούσε τα πλακάκια και τον νιπτήρα και την λεκάνη, τίποτα δεν μπορούσε να απαντήσει στην -αρκετά ταιριαστή με το περιβάλλον- ερώτηση του: τι σκατά είχε πάθει;
Η πόρτα πίσω του τραντάχτηκε από κάποιον που πήγε να μπει.
«Άλλος, άλλος!» έκανε ο Γιατεντέρης και ενστικτωδώς έκρυψε τα χέρια του κάτω από την ποδιά.
«Λίγο σύντομα, παρακαλώ…»
«Τώρα μπήκα, να περιμένεις!»
«Είναι ανάγκη…»
Ο Γιατεντέρης ψιθύρισε μερικά μπινελίκια και δεν του έδωσε άλλη σημασία. Στράφηκε ξανά στην παλάμη του, που την εμφάνισε αργά κάτω από την ποδιά. Τώρα καθόταν φρόνιμα, η άτιμη.
Η πρώτη σκέψη που του ερχόταν στο μυαλό ήταν πως επρόκειτο για κάποια ενστικτώδη κίνηση. Πώς φωνάζουμε όταν τρομάζουμε απότομα; Ή πως σηκώνουμε το χέρι για να καλύψουμε τα μάτια όταν βλέπουμε ένα φορτηγό να έρχεται κατά πάνω μας; Κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Αλλά οι ενστικτώδεις κινήσεις συμβαίνουν όταν είμαστε απροετοίμαστοι. Τώρα είχε δοκιμάσει το χέρι του απόλυτα εστιασμένος στην προσπάθεια, με μοναδικό σκοπό να δει τις αντιδράσεις του. Και το μόνο σίγουρο ήταν ένα: πως και τις δύο φορές είχε χάσει κάθε έλεγχο του. Είχε πεταχτεί λες και ήταν ζωντανό.
Το κοίταξε όπως το κρατούσε από τον καρπό. 
Του είπε σιγανά: «Το ποσοστό στην πραγματικότητα είναι πολύ μεγάλο…»
Καμία αντίδραση. Το χέρι παρέμεινε ακούνητο.
Του είπε σιγανά: «Το ποσοστό είναι πολύ μικρό…»
Μια περιποιημένη μούντζα τον σημάδεψε. 
Ο Γιατεντέρης πανικοβλήθηκε. Και όχι άδικα, σε λιγότερο από σαράντα λεπτά έβγαινε στον αέρα. 
Κρύος ιδρώτας άρχισε να αναβλύζει από τον λαιμό και το μέτωπο του. Η κατάσταση ήταν παράδοξη, απίστευτη. Πού ακούστηκε να ζωντανεύει ένα χέρι και να κάνει τα δικά του; 
Απ’ όσο θυμόταν, ποτέ δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Όχι μόνο από χέρι αλλά από οποιοδήποτε μέλος του σώματος. Και δεν μιλάμε για περιπτώσεις που χάνεις τον έλεγχο του εξαιτίας –για παράδειγμα- ενός εγκεφαλικού. Σε εκείνες τις περιπτώσεις, τα μέλη ναι μεν δεν σε υπάκουαν αλλά δεν έκαναν και του κεφαλιού τους. Απλώς έμεναν ακούνητα. Άντε να έκαναν καμιά μικρή νευρική κίνηση, ένα τικ δηλαδή.
Ο Γιατεντέρης πήρε μερικές κοφτές αναπνοές κοιτώντας το ταβάνι. Λες να είχε πάθει κανά εγκεφαλικό και να μην το είχε καταλάβει;
Όχι, όχι, αποκλείεται. Τώρα μόλις απόρριψε την περίπτωση, περιγράφοντας τα συμπτώματα ενός εγκεφαλικού. Τα μέλη έμεναν ακούνητα, δεν σηκώνονταν να σε μουντζώσουν! Όχι, δεν ήταν εγκεφαλικό. Εξάλλου, δεν αισθανόταν καμία ψυχολογική πίεση. Ούτε στεναχώρια ούτε τίποτα. Τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα από ποτέ. Ακόμα και η συμφωνία με αυτό το κανάλι ήταν εξαιρετική. Και φράγκα, και πρώτο όνομα, και πρώτη μούρη, τα πάντα. Ήταν το επιστέγασμα της καριέρας του. Όχι, δεν ήταν αυτό. Το μόνο που θα μπορούσε να δώσει μια εξήγηση ήταν το άγχος. Είχε λίγο άγχος, αυτό όλο κι όλο.
Η πόρτα πίσω του άφησε ένα δυνατό ‘ΤΟΚ ΤΟΚ’.
«Σας παρακαλώ, συντομεύετε» ακούστηκε η φωνή απέξω.
«Τώρα, τώρα!»
«Είστε μια ώρα εκεί μέσα».
«Έχω ένα πρόβλημα με το στομάχι μου!»
Το χέρι του τον ξαναφασκέλωσε.
Ο Γιατεντέρης το ταρακούνησε για να σταματήσει. Μετά, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του στο μπράτσο του. Ευτυχώς που δεν είχε βάλει make up γιατί θα γινόταν σαν αποκριάτικη μάσκα.
Τι είχε πάθει; 
Έστυψε το μυαλό του και θυμήθηκε μία περίπτωση που είχε ζωντανέψει ένα χέρι. Αλλά αυτό ήταν σε μια ταινία τρόμου. Λες να είχε δαιμονιστεί και το δικό του; Μπα, αηδίες.
Ο πανικός είναι κακός σύμβουλος, υπενθύμισε στον εαυτό του. Αύριο πρωί πρωί θα πήγαινε να κάνει εξετάσεις για να βρει τι συμβαίνει –αν δεν είχε διορθωθεί μέχρι τότε η συμπεριφορά της παλάμης. Το πιο πιθανό όμως είναι πως με μερικά αγχολυτικά θα γινόταν περδίκι. 
Και αν δεν γινόταν περδίκι; 
Ξέχνα το, ξέκοψε αμέσως στον εαυτό του. Αυτό ούτε να το σκέφτεσαι.
Και τι θα γινόταν αν δεν συνερχόταν απόψε το χέρι του; Σε λίγο έβγαινε στον αέρα για να παρουσιάσει το αποψινό δελτίο. Λες να τον άρχιζε στις μούντζες μπροστά στις κάμερες; 
Ωχ, ωχ!
Εφάρμοσε μερικές τεχνικές χαλάρωσης μέσω της αναπνοής για να ηρεμήσει. Ήταν τεχνικές ευρέως γνωστές στον χώρο της τηλεόρασης καθώς το άγχος σε αυτό το χώρο πάει σύννεφο. Βέβαια, τα πρώτα ονόματα σαν κι αυτόν προτιμούσαν κανά ουισκάκι ή κανά τσιπουράκι για να χαλαρώσουν. Αλλά που να το βρει εδώ μέσα. 
Αφού ηρέμησε λίγο, άφησε διστακτικά το δεξί του χέρι, και αφού βεβαιώθηκε πως δεν θα έκανε τίποτα αναρχικό, πήγε στον νιπτήρα και έπλυνε το πρόσωπο του. Σκουπίστηκε, άνοιξε την πόρτα, αντάλλαξε μια βλοσυρή ματιά με αυτόν που περίμενε την σειρά του –ευτυχώς ήταν ένας απλός και ασήμαντος κάμεραμαν- και επέστρεψε στο γραφείο του.
«Έλα βρε Γιώργο! Έλα βρε Γιώργο!» έκανε ο αρχισυντάκτης με ανακούφιση όταν τον είδε. «Πού είσαι τόση ώρα; Σε λίγο βγαίνουμε και ακόμα δεν σου έχω δείξει τις μισές ειδήσεις!»
«Συγνώμη, με είχε πιάσει…» είπε ο Γιατεντέρης και πήγε να πει ‘κόψιμο’ για να δικαιολογηθεί, αλλά σταμάτησε αμέσως την φράση του γιατί φοβήθηκε την αντίδραση του χεριού του. «…Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει» είπε τελικά. «Νομίζω πως έχω λίγο άγχος».
«Όλοι έχουμε, το καταλαβαίνω. Είναι δύσκολες οι μέρες που περνάμε».
«Πράγματι». 
Ο δημοσιογράφος έκατσε στην θέση του και έκρυψε τα χέρια του κάτω από την ποδιά. «Πού είχαμε μείνει;»
«Στη εφορία που παίρνει τα σπίτια. Τώρα που έλειπες σκεφτόμουν πως πρέπει να παρουσιάσουμε τους ιδιοκτήτες σαν φοροφυγάδες».
Λογικό, πήγε να πει ο Γιατεντέρης αλλά αισθάνθηκε το δεξί του χέρι έτοιμο να πεταχτεί. Σηκώθηκε από την καρέκλα, έχωσε το χέρι κάτω από τον πισινό του και έκατσε πάνω του. «Λογικό» είπε. Ένιωσε την αντίσταση της παλάμης του αλλά ήταν μάταιη με τόσο βάρος που είχε από πάνω της. 
«Έχεις να πεις και συ κανά καλό επιχείρημα;» τον ρώτησε ο αρχισυντάκτης. «Εγώ δυσκολεύομαι».
«Τα κλασσικά. Θα μιλήσουμε για αποδείξεις που δεν κόβανε μια ζωή κλπ κλπ. Αυτοί έφεραν το κράτος στα σημερινά χάλια».
ΦΑΠ! Το ελεύθερο αριστερό του χέρι πετάχτηκε κάτω από την ποδιά και τον φασκέλωσε.
Τρόμος.
Ο Γιατεντέρης ελευθέρωσε πανικόβλητος το δεξί του χέρι από τον πισινό του και το χρησιμοποίησε για να κατεβάσει το αριστερό. Ο αρχισυντάκτης τον κοιτούσε άφωνος.
Ο ιδρώτας στο σώμα του δημοσιογράφου πολλαπλασιάστηκε. Ευτυχώς που η ποδιά είχε κρύψει την ανοικτή παλάμη από το βλέμμα του καράφλα. Ευτυχώς. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να μάθει το τσιράκι του αφεντικού πως τα χέρια του τον μούντζωναν κάθε φορά που έλεγε μαλακίες. 
«Θα μου πεις τι έχεις πάθει;» τον ρώτησε ο αρχισυντάκτης.
«Τι έχω πάθει;» έκανε ο Γιατεντέρης και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, κάτω από την ποδιά.
«Εσύ πες μου».
«Τίποτα δεν έχω πάθει».
«Μήπως έχεις Πάρκισον;»
«Μη λες σαχλαμάρες. Απλώς έχω ένα σπυρί χαμηλά και με ενόχλησε έτσι που έκατσα».
«Και το χέρι σου γιατί τινάχτηκε ψηλά αφού το σπυρί είναι χαμηλά;»
«Ε;»
«Το χέρι σου τινάχτηκε ψηλά ενώ το σπυρί είναι χαμηλά».
«Ήταν ανακλαστική κίνηση».
«Πήγες να πιάσεις το κεφάλι σου από τον πόνο;»
«Ναι, ακριβώς».
«Α…»
«Ας συνεχίσουμε με τις ειδήσεις, εντάξει;» έκανε ο Γιατεντέρης. «Περνάει η ώρα».
«Εντάξει».
«Λέγε θέματα».
«Μπορείς πρώτα να βγάλεις την ποδιά;»
«Ε;»
«Βγάζεις την ποδιά;»
«Γιατί;»
«Έτσι. Βγάλε την ποδιά».
«Τι σε ενοχλεί η ποδιά;»
«Θέλω να βλέπω τα χέρια σου όσο θα μιλάμε».
«Γιατί θέλεις να βλέπεις τα χέρια μου;»
«Έτσι. Θέλω να τα βλέπω».
«Ε τώρα τι είναι αυτό;»
«Κακό είναι;»
Ο Γιατεντέρης ένιωσε ένα μούδιασμα, ένα μυρμήγκιασμα. Κάπως έτσι πρέπει να νιώθουν όλοι πριν αποκαλυφθεί ένα μυστικό στα πλέον ακατάλληλα άτομα.
Σκέφτηκε κάτι.
«Αφού θες να δεις τα χέρια μου, ορίστε» είπε στον αρχισυντάκτη και τα εμφάνισε κάτω από την ποδιά. Παραλίγο να τον φασκελώσει και με τα δύο, όχι με την ανεξάρτητη βούληση των χεριών του αλλά με την δική του, αλλά συγκρατήθηκε. Όσο αφορά τις παλάμες του, από την στιγμή που δεν θα επιχειρηματολογούσε, σκέφτηκε πως θα καθόντουσαν φρόνιμες. «Λοιπόν; Βλέπεις τίποτα περίεργο;»
«Όχι».
«Σου εξήγησα τι συμβαίνει αλλά δεν με ακούς».
«Καλά. Αλλά βγάλε την ποδιά όσο θα μιλάμε».
Ο Γιατεντέρης εκνευρίστηκε και αποφάσισε να περάσει στην αντεπίθεση. «Να σου πω» είπε, «δεν νομίζεις ότι το παρακάνεις λιγάκι;»
«Εγώ;»
«Ναι, εσύ. Σου είπα πως δεν έχω τίποτα».
«Δεν είπα πως δεν σε πιστεύω».
«Οπότε τι είναι αυτά τα πράγματα, ‘βγάλε την ποδιά’ και ‘να βλέπω τα χέρια σου’; Μήπως να τα σηκώσω και ψηλά; Μήπως να παίξουμε κλέφτες και αστυνόμους; Πού είμαστε; Στην παιδική χαρά;»
«Καλά, χαλάρωσε…»
«Εσύ χαλάρωσε. Δεν είμαστε παιδιά. Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε. Και επαγγελματίες».
«Δεν εννοούσα το αντίθετο, με παρεξήγησες».
«Ωραία. Γιατί είμαστε εδώ για να κάνουμε μια δουλειά».
«Συμφωνώ απολύτως».
«Δεν χρειάζεται να με προσβάλεις».
«Όχι, δεν ήθελα να σε προσβάλω» έκανε ο αρχισυντάκτης. «Συγνώμη».
«Γιατί αν είναι έτσι τότε έχουμε μεγάλο πρόβλημα συνεργασίας».
«Μην το λες αυτό, όχι, όχι».
«Σίγουρα;»
«Γιώργο, το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να σε κάνω νιώσεις άσχημα».
«Χαίρομαι που το ακούω».
«Ειλικρινά, συγνώμη».
«Εντάξει, δεκτό».
«Σε ευχαριστώ».
«Συνεχίζουμε;»
«Ναι».
«Πες θέματα».
«Βγάζεις πρώτα την ποδιά;»
Το ξεφύσημα του Γιατεντέρη είχε τόσα νεύρα που θα μπορούσε να ανεμίσει τα μαλλιά του αρχισυντάκτη, αν εκείνος είχε μαλλιά. Χαλαρά θα του τα ξερίζωνε, αν είχε.
Στην πραγματικότητα, ο δημοσιογράφος ήταν τρομοκρατημένος όσο δεν πάει. Τα χέρια ενός τηλεπαρουσιαστή ειδήσεων που τον μουντζώνουν είναι απλώς καταστροφή. Πού ακούστηκε δημοσιογράφος να αυτοφασκελώνεται όταν παρουσιάζει ειδήσεις; Να δεις χαρά που θα έκανε το αφεντικό του αν μάθαινε πως μόλις είχε κλείσει συμβόλαιο με έναν τέτοιον. Την στιγμή μάλιστα που τον είχε προτιμήσει αντί του άλλου τηλεπαρουσιαστή, από το άλλο μεγάλο αθηναϊκό κανάλι, που δεχόταν και μικρότερο συμβόλαιο για να έρθει εδώ. 
Για αυτό δεν έπρεπε να μάθει τίποτα το αφεντικό, δηλαδή να μην ακούσει τίποτα το αυτί του, δηλαδή ο καράφλας. Τουλάχιστον μέχρι ο Γιατεντέρης να μάθει τι συμβαίνει και να βρει ένα τρόπο να το αντιμετωπίσει. Άσε που δεν υπήρχε περίπτωση να είναι μόνιμο. Μια μικρή κρίση ήταν, λόγω της πίεσης των ημερών. Δεν χρειαζόταν να το κάνει ολόκληρο θέμα μπροστά στον αρχισυντάκτη.
Πνίγοντας μερικές λέξεις που δεν θα ήταν καθόλου καλό για την καριέρα του να τις ξεστομίσει, αντί να βγάλει τελείως την ποδιά, μάζεψε το μπροστινό της μέρος και το πέταξε πίσω από τους ώμους του. Μετά, έβαλε και τις δύο παλάμες κάτω από τον πισινό του και κάθισε πάνω τους. «Σε ακούω».
Ο αρχισυντάκτης κοίταξε τις κρυμμένες παλάμες αιφνιδιασμένος. Δεν την περίμενε αυτή την κίνηση. Του την είχε φέρει.
«Θα πεις το επόμενο θέμα;» τον ρώτησε ο Γιατεντέρης.
«Ναι» έκανε ο καράφλας. «Λοιπόν, έχουμε την είσοδο των ΜΑΤ στο πανεπιστήμιο, στην κατάληψη των φοιτητών που διαμαρτύρονται για το νέο νομοσχέδιο στην εκπαίδευση».
«Αυτό είναι εύκολο».
«Το ξέρω. Τονίζουμε ότι τα πανεπιστήμια έχουν γίνει κέντρα ανομίας, ότι οι φοιτητές δεν διαβάζουν και κάνουν καταλήψεις εμποδίζοντας τους άλλους φοιτητές να πάρουν το πτυχίο τους κλπ κλπ».
«Έτσι».
«Συμφωνείς;»
«Φυσικά» είπε ο Γιατεντέρης και τραντάχτηκε καθώς οι παλάμες του διαμαρτυρήθηκαν. Αν ήταν μόνο η μία θα ήταν καλύτερα, αλλά και οι δυο μαζί ήταν πιο δυνατές και τον αιφνιδίασαν. Δικαιολογήθηκε στον αρχισυντάκτη πως τον ενοχλούσε το σπυρί του. 
Αφού ο αρχισυντάκτης τον κοίταξε με ένα βλέμμα καχύποπτης αλεπούς, τον ρώτησε: «Εσύ έχεις κανά καλύτερο επιχείρημα για το θέμα;»
«Μπα, όχι» είπε ο Γιατεντέρης, που δεν τολμούσε πλέον να πει κάποιο. «Μια χαρά είναι αυτά που είπες. Με κάλυψες».
«Πες κανά καινούργιο. Να πρωτοτυπήσουμε και λίγο. Να βάλεις και το στίγμα σου».
Ο Γιατεντέρης ξεροκατάπιε. Πίεσε με τον πισινό του όσο μπορούσε τις παλάμες και είπε:
«Ναρκωτικά;»
«Τι ναρκωτικά;»
«Θα πήγαινε η πρέζα σύννεφο εκεί μέσα».
«Δεν είναι λίγο βαρύ;»
«Ναι, είναι λίγο. Ας υπονοήσουμε το άλλο».
«Ποιο;»
«Μπαρμπούτι».
«Χμ…» έκανε ο αρχισυντάκτης. «Υποψίες τζόγου, κλπ κλπ. Καθόλου άσχημα».
Ο Γιατεντέρης, με τα χέρια του να μην μπορούν να αντιδράσουν έτσι που τα πίεζε, αναθάρρησε. «Για να μην μιλήσουμε για αλκοόλ».
«Ε, ναι, αυτά πάνε πακέτο».
«Και σεξουαλικά όργια, ενδεχομένως. Άσε, καθόλου δύσκολο το θέμα. Μην ανησυχείς, το έχω. Πάμε στο επόμενο» είπε και έκατσε σταυροπόδι. «Ποιο είναι το επόμενο;»
«Ο ξυλοδαρμός του συνταξιούχου από τον φρουρό του βουλευτή».
«Ε πού πήγαινε κι αυτός ο κωλόγερος;»
Το πόδι του δημοσιογράφου που ήταν σταυροπόδι έστριψε την πατούσα προς το πρόσωπο του. Θα διαγραφόταν ένα πεντακάθαρο φάσκελο και από κει αλλά το έκρυβε το παπούτσι. Ακόμα κι έτσι όμως, η τρομάρα επέστρεψε δριμύτερη στον δημοσιογράφο, που το κατέβασε άρον άρον στο πάτωμα. 
Τα μάτια του αρχισυντάκτη καρφώθηκαν στην πατούσα. Ο Γιατεντέρης την σήκωσε και την ξανακατέβασε με δύναμη στο πάτωμα. Μετά την ανασήκωσε, κοιτώντας από κάτω. «Διάολε, ξέφυγε».
«Τι;»
«Μια κατσαρίδα. Δεν τις μπορώ καθόλου».
«Εγώ δεν είδα καμία».
«Ήσουν αφοσιωμένος στα χαρτιά σου. Μόλις πέρασε από δω. Μην δίνεις σημασία. Χριστέ μου».
«Καλά, ηρέμησε, μια κατσαρίδα ήταν».
«Νομίζεις».
Ο Γιατεντέρης σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο του. Έβγαλε όρθιος από το συρτάρι ένα Chivas Regal και γέμισε ένα ποτηράκι. Το κατέβασε μονοκοπανιά. 
«Τόσο άγχος έχεις;» τον ρώτησε ο αρχισυντάκτης.
Ο δημοσιογράφος έπνιξε αμέσως την αυθόρμητη απάντηση που του ανέβηκε στο λαιμό. Δεν έπρεπε να πει απολύτως τίποτα που να μην το πιστεύει γιατί οι παλάμες του ήταν ελεύθερες αυτή τη στιγμή και δεν ήξερε πως θα αντιδράσουν. Κούνησε το κεφάλι του αγχωμένος και γέμισε άλλο ένα ποτηράκι, απαντώντας με διάφορους ήχους από το στόμα που δεν σήμαιναν ούτε ‘ναι’ ούτε ‘όχι’. «Θες κι εσύ ένα;» είπε μετά δείχνοντας το ποτήρι του.
«Μπα, όχι. Κι εσύ μη πίνεις πολύ, σε λίγο βγαίνεις στον αέρα».
«Αντέχω, αντέχω» είπε ο δημοσιογράφος και το κατέβασε σφηνάκι.
Ακούμπησε το ποτήρι στο γραφείο αφήνοντας ένα «ααααα...» σαν να του είχε καεί ευχάριστα το λαρύγγι. Περισσότερο το έκανε για να καθυστερήσει λίγο την κουβέντα με τον αρχισυντάκτη γιατί χρειαζόταν απεγνωσμένα λίγο χρόνο για να σκεφτεί.
Τι συμβαίνει επιτέλους;
Ότι και να συνέβαινε, χειροτέρευε. Από την μία παλάμη, την δεξιά, τώρα είχαν πάρει μέρος στην ανταρσία όλα τα άκρα του. Ίσως όχι ακόμα η αριστερή πατούσα, αλλά με τον ρυθμό που εξελισσόταν αυτή η ιστορία ήταν σίγουρος πως δεν θα αργούσε η ώρα της.
ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ;
«Σκεφτόμουν μήπως να πάρω μια μικρή άδεια για σήμερα» είπε στον αρχισυντάκτη.
«Τι άδεια;»
«Να μη παρουσιάσω απόψε το δελτίο».
«Τρελάθηκες;» έκανε ο αρχισυντάκτης, και θα του είχαν σηκωθεί οι τρίχες με αυτό που άκουσε. Αν είχε. «Σήμερα θα πάρεις άδεια; Με την Βουλή αύριο να παίρνει τέτοια απόφαση; Σήμερα έχουμε βάλει θεούς και δαίμονες για να ηρεμήσουμε τον κόσμο, κι εσύ θέλεις να πάρεις άδεια;»
«Δεν αισθάνομαι πολύ καλά».
«Έχεις πυρετό;»
Πήγε να πει ‘ναι’ αλλά μιας και τα χέρια του ήταν ορατά είπε:
«Όχι».
«Πονάς πουθενά;»
Πάλι πήγε να πει ‘ναι’ αλλά…
«Όχι».
«Ζαλίζεσαι;»
«Όχι».
«Έχεις αρρυθμίες;»
«Όχι» είπε και έριξε ξανά την ποδιά μπροστά του για να ξεμπερδεύει με τις αλήθειες.
«Ε τότε είσαι μια χαρά. Σήμερα είναι από τις πιο σημαντικές μέρες στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας και συ θέλεις να πάρεις άδεια; Εδώ χρειαζόμαστε τους καλύτερους για να τα καταφέρουμε. Γιατί νομίζεις ότι σε φέραμε εδώ; Για να μας βοηθήσεις. Σε χρειαζόμαστε. Ειδικά σήμερα».
«Καλά, καλά» έκανε ο Γιατεντέρης και γέμισε άλλο ένα ποτηράκι.
«Οπότε μην λες τέτοια πράγματα».
«Εντάξει, εντάξει».
Ήπιε το ουίσκι σαν να ήταν χάπι και άφησε το ποτήρι στο γραφείο. 
«Πες μου μόνο τι παθαίνεις με τα χέρια σου» είπε ο αρχισυντάκτης.
Άντε πάλι.
Για λίγο του ήρθε να τα πει όλα αλλά κατάφερε να συγκρατηθεί. Αυτό το πράγμα δεν λεγόταν. Με καμία δύναμη. Θα ήταν αυτοκαταστροφή. Σαν να έλεγε από μόνος του ‘πάρτε πίσω τα λεφτά που μου δίνετε’. Για να μη μιλήσουμε πως όποιος βγαίνει έξω από την στάνη τον τρων οι λύκοι. Όχι, όχι, αυτά τα πράγματα δεν γίνονται.
«Τίποτα δεν έχουν τα χέρια μου, το είπαμε αυτό!» απάντησε εκνευρισμένος ο Γιατεντέρης.
ΦΑΠ! 
Πάρτα.
Από το αριστερό του χέρι.
«Νάτο πάλι!» έκανε ο αρχισυντάκτης και έδειξε την σηκωμένη παλάμη. Ήταν κρυμμένη από την ποδιά και δεν φαινόταν τι ακριβώς έκανε, αλλά σίγουρα είχε πεταχτεί. «Μη μου λες ψέματα!»
Ο Γιατεντέρης την κατέβασε γρήγορα. «Δεν σου λέω ψέματα! Για ποιον με πέρασες;»
ΦΑΠ! 
Πάρτα.
Από το άλλο χέρι.
Το κατέβασε κι αυτό όπως όπως κι έκατσε γρήγορα στην καρέκλα του γραφείου. Έκρυψε και τα δυο χέρια κάτω από αυτό. «Αρκετά με τις προσβολές!» είπε. «Αν δεν με πιστεύεις ή έχεις κάποιο πρόβλημα μαζί μου να απευθυνθείς στον Μεγάλο!»
Ο αρχισυντάκτης μαζεύτηκε λίγο όταν άκουσε για τον Μεγάλο. 
Ο Γιατεντέρης κατάλαβε πως όσο και να ήταν το τσιράκι του αφεντικού, ο καράφλας φοβόταν εξίσου για την καριέρα του και δεν του ήταν εύκολο να το ρισκάρει. Μια προστριβή με την σπουδαία μεταγραφή που είχε κάνει το κανάλι δεν ήξερες που μπορούσε να καταλήξει. Κράτησε στην σκέψη του να χρησιμοποιήσει ξανά την αναφορά στον Μεγάλο αν επέμενε να τον φέρνει σε δύσκολη θέση.
«Κοίτα» του είπε ο αρχισυντάκτης. «Δεν έχω κάποιο πρόβλημα μαζί σου. Απλά… Να… Νομίζω ότι…»
«Τι;»
«Ότι κάθε τρεις και λίγο με μουντζώνεις».
«Εσένα;»
«Ε τι, εσένα;»
«Έλα ντε» έκανε ο Γιατεντέρης και συγκράτησε τις παλάμες του μέσα στους μηρούς του γιατί διαμαρτυρήθηκαν. Ύστερα τις πίεσε πιο δυνατά γιατί ο διάλογος που θα ακολουθούσε μάλλον θα τις έκανε έξω φρενών. «Δεν σε μουντζώνω. Τι είναι αυτά που λες; Εγώ σε σέβομαι απεριόριστα». Κάτω από το γραφείο προκλήθηκε ένας μικρός σεισμός, ευτυχώς μακριά από το βλέμμα του καράφλα.
«Σίγουρα;» έκανε ο αρχισυντάκτης.
«Για τον σεβασμό ή για τις μούντζες;»
«Και για τα δύο».
«Απόλυτα».
Σεισμός.
«Εντάξει. Αν είναι έτσι…» είπε ο αρχισυντάκτης.
«Φυσικά και είναι έτσι. Απορώ και μόνο που σκέφτηκες κάτι τέτοιο. Ξέρεις τι σεβασμό έχω για το πρόσωπο σου». Σεισμός. «Και μάλιστα όταν ένας από τους λόγους που ήρθα σε αυτό το κανάλι ήταν και για να συνεργαστώ μαζί σου». Σεισμός. «Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι;»
Ο αρχισυντάκτης μαλάκωσε. «Ναι, και βέβαια το ξέρω».
«Οπότε τι είναι αυτά που λες;»
«Έχεις δίκιο, έχεις δίκιο. Έχω και γω λίγο άγχος, συγνώμη. Τώρα τελευταία με βρίζουν πολλοί. Προχτές, μάλιστα, με μούντζωσε ένας στον δρόμο. Για αυτό είμαι έτσι καχύποπτος».
«Αν είναι δυνατόν. Ποιος σε μούντζωσε;»
«Δεν ξέρω, ένας πιτσιρικάς ήταν. Δεν έκατσα να το συζητήσω».
«Ο αλήτης».
«Ναι, έχουν ξεφύγει».
«Παιδεία μηδέν».
«Όντως».
«Δεν σου είπε τίποτα;»
«Τι να μου πει; Δεν χρειάζεται να πει και τίποτα. Δεν τους αρέσει το οικονομικό δελτίο που παρουσιάζω, αυτό είναι».
«Πάντως εγώ δεν σε μουντζώνω, πίστεψε με».
«Με ανακουφίζει αυτό που λες».
«Αλήθεια είναι. Και είναι καλό που το ξεκαθαρίσαμε. Δεν πρέπει να αφήνουμε τέτοια πράγματα να αιωρούνται στον αέρα».
«Ναι, όντως».
«Προχωράμε, λοιπόν, στα θέματα;»
«Ναι. Φυσικά».
«Για πάμε».
«Ξαναβγάζεις τη ποδιά;»
Ο Γιατεντέρης σκέφτηκε να του πετάξει το Chivas Regal στο κεφάλι. 
Η πόρτα του γραφείου χτύπησε και, πριν δοθεί κάποια απάντηση, άνοιξε και εμφανίστηκε το κεφάλι του σκηνοθέτη. «Κοντεύετε; Σε δέκα λεπτά πρέπει να είστε στο στούντιο».
«Σε δέκα λεπτά;» έκανε ο αρχισυντάκτης. «Πότε πέρασε η ώρα;»
«Έλα ντε!» έκανε δυσαρεστημένος ο Γιατεντέρης, αλλά για εντελώς διαφορετικό λόγο. Απλώς δεν είχε καμία διάθεση να παρουσιάσει το αποψινό δελτίο. Πώς στο διάβολο θα έκρυβε το πρόβλημα που του είχε παρουσιαστεί;
«Κάντε γρήγορα» είπε ο σκηνοθέτης και πήγε να κλείσει την πόρτα.
«Μια στιγμή!» τον σταμάτησε ο Γιατεντέρης. Το κεφάλι του σκηνοθέτη εμφανίστηκε ξανά. «Φωνάζεις την Μαρία, σε παρακαλώ;» του είπε ο δημοσιογράφος.
«Ποια Μαρία;» έκανε ο σκηνοθέτης.
«Την αισθητικό. Κάπου εδώ γύρω είναι. Με έχει αφήσει στην μέση. Ούτε make up δεν έχουμε βάλει».
Το κεφάλι του σκηνοθέτη κοίταξε στον διάδρομο. Ακούστηκε η φωνή του να την φωνάζει.
Μέχρι να την βρει, ο Γιατεντέρης γέμισε άλλο ένα ποτηράκι. Το κούρεμα, το ξύρισμα, το make up, και γενικότερα ολόκληρη η φροντίδα του κεφαλιού είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα για έναν τηλεπαρουσιαστή. Αυτή τη στιγμή όμως, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κάτσει στον καθρέπτη και να κρύψει τα χέρια του κάτω από την ποδιά. Έτσι ο καράφλας δεν θα μπορούσε να απαιτήσει να του τα δείχνει.
Στο μεταξύ, προσπαθούσε μανιωδώς να σκεφτεί έναν τρόπο να μην παρουσιάσει το αποψινό δελτίο. Δεν μπορούσε να εμφανιστεί στις κάμερες χωρίς να ξέρει πως θα συμπεριφερθούν τα χέρια του. Αλλά ο καράφλας δεν του είχε αφήσει τέτοια επιλογή. Αν ήθελε να αποφύγει το δελτίο χρειαζόταν κάποια πειστική δικαιολογία, και που δεν θα του δημιουργούσε πρόβλημα στην συνέχεια. Το να πει την αλήθεια απαγορευόταν αυστηρώς και δια ροπάλου.
Μήπως να λιποθυμούσε; Και αν εκεί που έκανε τον ψόφιο κοριό πεταγόντουσαν τα χέρια του ή τα πόδια του; Θα μου πεις, σαν λιπόθυμος θα καθόταν και αμίλητος, κι έτσι δεν θα τον φασκέλωναν τα άκρα του. Κι αν το πρόβλημα χειροτέρευε και δεν χρειάζονταν λόγια για να δράσουν; Αν αυτοφασκελωνόταν ακόμα και με τις σκέψεις; Ή απλώς με την συμπεριφορά; Ω, Θεέ μου! Όχι, αυτό δεν ήταν λύση, είχε μεγάλο ρίσκο.
Η αισθητικός μπήκε στο γραφείο και κατευθύνθηκε προς το καμαρίνι. Ο Γιατεντέρης την ακολούθησε και πήρε την θέση του στον καθρέπτη, φροντίζοντας η ποδιά του να τον καλύψει όσο περισσότερο γινόταν. Σφήνωσε τις παλάμες του ανάμεσα στα γόνατα και επικαλέστηκε από μέσα του τη Παναγία την Ελεούσα. 
Ο αρχισυντάκτης τράβηξε την καρέκλα κι έκατσε δίπλα του. «Λοιπόν» είπε και ανάφερε το επόμενο θέμα του δελτίου, ένα σκάνδαλο με κάποιον υπουργό. «Τι λες;» είπε μετά.
«Μην με κάνεις να μιλάω» προσπάθησε να υπεκφύγει ο Γιατεντέρης. «Μπορεί να ξεφύγει το ψαλίδι της Μαρίας».
«Α, μιλήστε ελεύθερα» είπε η αισθητικός. «Έχω πολύ σταθερό χέρι».
«Προτιμώ να μην το ρισκάρω».
«Μην ανησυχείτε, ούτως ή άλλως σχεδόν τελείωσα με τις φαβορίτες. Μπορείτε να μιλήσετε».
«Όχι, δεν τελείωσες. Πέρασε τες άλλο ένα χέρι».
«Δεν είναι πλύσιμο, κ. Γιώργο. Κούρεμα είναι».
«Κούρεμα» τους διέκοψε ο καράφλας. «Λοιπόν, έχουμε και το κούρεμα των καταθέσεων. Αυτό είναι το θέμα με νούμερο… Με νούμερο οχτώ».
«Θα τις κουρέψουν;» ρώτησε ο Γιατεντέρης.
«Εσύ τι λες;»
«Τι λέω στ’ αλήθεια ή τι λέω στα ψέματα;»
«Γιώργο, ΔΕΝ θα τις κουρέψουν. ΔΕΝ υπάρχει τέτοια περίπτωση. ΔΕΝ τίθεται καν τέτοιο θέμα συζήτησης».
«Εντάξει, οκέι, σε πιστεύω…»
Σεισμός.
«Κύριε Γιώργο, μην κουνιέστε!» διαμαρτυρήθηκε η αισθητικός.
«Τώρα δεν έλεγες ότι έχεις πολύ σταθερό χέρι;»
«Για φυσιολογικά κουνήματα!»
«Καλά σου λέει, βρε Γιώργο» συμφώνησε και ο καράφλας, «γιατί χτυπιέσαι σήμερα; Τι έχεις πάθει, επιτέλους;»
«Ωωωω!...» έκανε αγανακτισμένος ο Γιατεντέρης. «Πες τα επόμενα θέματα να τελειώνουμε!»
Ο καράφλας κοίταξε το ρολόι του και συμμορφώθηκε γιατί η ώρα είχε περάσει. Άρχισε να αραδιάζει τα υπόλοιπα θέματα του δελτίου με πολύ γρήγορο ρυθμό, και σε όλα ζητούσε την γνώμη του δημοσιογράφου. Κάτι που ο δημοσιογράφος απέφευγε να κάνει. 
Αυτό που σκεφτόταν ο δημοσιογράφος ήταν το εξής: αν κάποιος τηλεφωνούσε στον σταθμό και τους έλεγε πως είχαν βάλει βόμβα; Και αναγκαζόντουσαν να διακόψουν το πρόγραμμα και να καλέσουν την αστυνομία και να αδειάσουν τον σταθμό; Αυτό θα ήταν μια λύση.
Θα έπρεπε όμως να βρει κάποιον έμπιστο για να κάνει το τηλεφώνημα, και πού να τον βρει; Τέτοια ώρα τέτοια λόγια.
Θυμήθηκε όταν πήγαινε σχολείο και η φιλόλογος στο μάθημα της έκθεσης τούς είχε περιγράψει το πρότυπο του τότε παρουσιαστή ειδήσεων: ανέκφραστος, χωρίς κρίση, με αποστολή να αναφέρει ψυχρά την είδηση, χωρίς να εκφράζει καθόλου προσωπική άποψη. Δεν έπρεπε επ’ ουδενί να επηρεάζει τον τηλεθεατή. Πού ήταν αυτές οι παλιές καλές εποχές; Άι σιχτίρ!
Και αν εξαφανιζόταν; Αν πήγαινε στην τουαλέτα και την κοπανούσε από το παράθυρο και ισχυριζόταν μετά πως τον είχαν απαγάγει; 
Και πώς θα το μάζευε το μπάχαλο μετά; Πώς θα έπειθε την αστυνομία που θα ερχόταν να τον ρωτήσει λεπτομέρειες για να βρουν τους δράστες; Αν τον καταλάβαιναν –κάτι παραπάνω από πιθανό- το σκάνδαλο που θα ξεσπούσε θα ήταν αδιανόητο. Όχι. Όχι.
Και αν απλώς ισχυριζόταν στον καράφλα πως είχε φοβερό άγχος και αδυνατούσε να παρουσιάσει το αποψινό δελτίο;
Αποκλείεται. Μόνο ένας τρελός παρουσιαστής θα έκανε κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον αν ήθελε να συνεχίσει την καριέρα του στην τηλεόραση. Υποτίθεται πως τον είχαν διαλέξει για να τους βοηθήσει με την ψυχραιμία του και την καθαρή του σκέψη. Τον είχαν διαλέξει σαν να ήταν το καλύτερο εργαλείο. Να σηκώσει βάρος. Και αυτός θα τους έλεγε πως δεν ήταν και τόσο ψύχραιμος τελικά;
Και αν…
«ΤΕΛΕΙΩΝΕΤΕ! ΒΓΑΙΝΟΥΜΕ!» ακούστηκε η φωνή του βοηθού σκηνοθέτη αυτή τη φορά, που πρόβαλε το κεφάλι του από την πόρτα για να τους ειδοποιήσει. 
Ο επόμενος πιο δυνατός ήχος ήταν το λαρύγγι του Γιατεντέρη που ξεροκατάπιε. Ή, τουλάχιστον, έτσι του φάνηκε.
«Γιώργο, μην κάθεσαι άλλο» του είπε βιαστικός ο αρχισυντάκτης. «Πάμε στο στούντιο και λέμε τα υπόλοιπα εκεί».
«Ναι, σηκώνομαι…»
«Ε, σήκω! Τι το λες και δεν σηκώνεσαι;»
«Εμ, τώρα, να βάλω λίγο make up…»
«κ. Γιώργο, είναι αδύνατο να σας βάλω make up» του είπε η αισθητικός.
«Γιατί;»
«Γιατί είσαστε μούσκεμα στον ιδρώτα».
«Μπορείς να με σκουπίσεις, σε παρακαλώ;»
«Ναι, φυσικά» απάντησε εκείνη και άρχισε να τον σκουπίζει με ένα μαντήλι.
«Και στο λαιμό…»
«Γιώργο, σήκω!» ξανάπε ο αρχισυντάκτης.
«Λύσσαξες».
«Εδώ θα κάτσεις;»
«Ωωω, σηκώνομαι!»
Ο Γιατεντέρης σηκώθηκε.
«Πού πας με την ποδιά; Δεν θα την βγάλεις;» τον ρώτησε ο καράφλας.
«Εμ… ναι» έκανε ο Γιατεντέρης και την έβγαλε απρόθυμα. Χωρίς αυτήν να κρύβει τα χέρια του ένιωσε γυμνός. 
Η αισθητικός τού έφερε το σακάκι του και το κράτησε ανοικτό για να το φορέσει. Εκείνος το φόρεσε με την ίδια όρεξη που θα φορούσε και χειροπέδες. Ύστερα πήρε το μαντήλι από την αισθητικό και άρχισε να σκουπίζετε από μόνος του. 
Κοίτα, σκέφτηκε, ίσως και να μπορώ να παρουσιάσω το δελτίο. Τα πόδια δεν φαινόντουσαν στην κάμερα και έτσι δεν θα είχε πρόβλημα με αυτά. Τα χέρια όμως; Τα χέρια θα μπορούσε να τα βάλει στις τσέπες. Θα τα συγκρατούσαν όμως οι τσέπες;
Ο αρχισυντάκτης σχεδόν τον έσπρωξε για να βγουν από το γραφείο. Βγήκαν στον διάδρομο και έπιασαν την μία άκρη, γιατί όσο πλησίαζε η ώρα του δελτίου τόσο περισσότερη κίνηση είχε. Φωνές, συμβουλές, οδηγίες. Μια ένταση καθόλου καλή για το άγχος του Γιατεντέρη.
Ο αρχισυντάκτης ήρθε στο πλάι του και άρχισε να του διαβάζει θέματα όσο περπατούσαν. Ο δημοσιογράφος σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος για να τα κρατά παγιδευμένα και σε κάθε θέμα κουνούσε το κεφάλι του γρυλλίζοντας. Ευελπιστούσε πως ο καράφλας θα θεωρούσε τους ήχους σαν καταφάσεις. Ή, τέλος πάντων, σαν ένα είδος διαλόγου.
«Λοιπόν, έχουμε και αυτό…» είπε ο αρχισυντάκτης.
Γρύλλισμα.
Το στούντιο που παρουσίαζαν τις ειδήσεις ήταν στο τέλος του διαδρόμου. Η πόρτα ήταν ανοικτή. Ο διάδρομος τελείωνε τάχιστα.
«Και αυτό… Που είναι εξαιρετικά σημαντικό…» συνέχισε ο καράφλας.
Και αν έδενε τα χέρια του με σπάγκο στους μηρούς του; Θα ήταν πολύ δυνατό κράτημα. Καλύτερο από τις τσέπες. Και τι θα έλεγαν οι άλλοι, μωρέ, αν έβλεπαν κάτι τέτοιο; Πώς θα τους το εξηγούσε; Καλύτερα να τους έλεγε από μόνος του να του τα δέσουν με ζουρλομανδύα αφού σίγουρα θα τον περνούσαν για δέσιμο!
«Α, και αυτό…» συνέχιζε ο καράφλας. «Που είναι από τα τελευταία θέματα που θα παρουσιάσεις αλλά έχει παγίδες…»
Ο δημοσιογράφος ξαναγρύλλισε και κοίταξε με αγωνία την πόρτα του στούντιο. Μέσα φαινόντουσαν τα λαμπερά φώτα των προβολέων. Τεχνικοί πηγαινοέρχονταν φορώντας ακουστικά, ενώ διακρινόταν και ο καλεσμένος πολιτικός στον βάθος, καθιστός, με μία αισθητικό να του μακιγιάρει τα μάγουλα. 
Κάθε μέτρο που μειωνόταν η απόσταση από το στούντιο αύξανε την αγωνία του δημοσιογράφου. Με το που την έφτασε, τρελαμένα καμπανάκια χτύπησαν μέσα του. Με το που την πέρασε, ολόκληρες σειρήνες πολέμου. ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ! ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ!
Πώς είναι δυνατόν το λαρύγγι του να ακουστεί περισσότερο από αυτά; Κι όμως.
Στον απέναντι τοίχο βρισκόταν η γιγαντοοθόνη όπου προβάλλονταν τα βίντεο. Μπροστά της υπήρχε το μεγάλο ημικυκλικό τραπέζι όπου ήδη καθόντουσαν οι τέσσερις βοηθοί παρουσιαστές. Στο κέντρο ανάμεσα τους περίμενε η καρέκλα του βασικού παρουσιαστή. Άδεια. Έδειχνε πιο απειλητική κι από ηλεκτρική. 
Ο Γιατεντέρης σταμάτησε και σκούπισε με το μαντήλι το σβέρκο του.
Οι βοηθοί παρουσιαστές, όλοι καταξιωμένοι δημοσιογράφοι, αντιλήφθηκαν την είσοδο του και τον κοίταξαν. Κανά δυο από αυτούς είχαν το βλέμμα του βεζίρη που παραλίγο να γίνει χαλίφης στην θέση του χαλίφη αλλά δεν τους έκατσε. Οι άλλοι είχαν απλώς ένα βλέμμα γεμάτο ανακούφιση, σαν να έλεγε ‘έλα, επιτέλους, βρε Γιώργο, να βάλεις ένα χεράκι εσύ που ξέρεις!’
Ο σκηνοθέτης, με το που τον πήρε πρέφα, του φώναξε γρήγορα να πάει στην θέση του, και συνέχισε κάνοντας γενικότερα νοήματα να συντομεύουν όλοι. Το τεχνικό team ήταν νευρικό καθώς περνούσε η ώρα και έπρεπε να κάνουν κανά δυο δοκιμαστικά ακόμα στους φωτισμούς και στους ήχους.
Ο Γιατεντέρης προχώρησε απρόθυμα. Χρειαζόταν κι άλλο χρόνο να σκεφτεί, διάβολε! Το πιο αξιόλογο που είχε καταφέρει να σκεφτεί μέχρι τώρα ήταν να λιποθυμήσει. Να πέσει ξερός και ότι βρέξει ας κατεβάσει. Υπήρχε και η άλλη λύση, βέβαια. Να το σκάσει. Να γυρίσει προς την πόρτα και να το βάλει στα πόδια. Χρειαζόταν κι άλλο χρόνο! Είχε και αυτόν τον καράφλα δίπλα του που του πιπίλαγε τα αυτιά και δεν τον άφηνε να σκεφτεί! Μπούρου, μπούρου, μπούρου! Η γριά Κατίνα!
Κατέβαλε προσπάθεια να χαμογελάσει στους συνάδελφους του που τον καλησπέρισαν και στάθηκε πάνω από την καρέκλα του. Τράβηξε τον γιακά του πουκάμισου με το δάχτυλο για να πάρει αέρα. Τουλάχιστον, σε μια ηλεκτρική καρέκλα θα του έδεναν τα χέρια και τα πόδια, διάβολε!
Έκατσε ξεφυσώντας.
Ο αρχισυντάκτης στάθηκε όρθιος αριστερά του και ακούμπησε τα χαρτιά του πάνω στο γραφείο. Συνέχισε να τον λιβανίζει με τα θέματα του δελτίου, ενώ δεξιά του δημοσιογράφου εμφανίστηκε ένας τεχνικός που βάλθηκε να του στερεώσει ένα ακουστικό στο αυτί και ένα μικρόφωνο πάνω στα ρούχα. 
Ο Γιατεντέρης σκέφτηκε πως θα ήταν μεγάλη τύχη αν λιποθυμούσε στην πραγματικότητα. Μακάρι να λιποθυμούσε. Έτσι, και δεν θα φοβόταν τι θα έκαναν τα χέρια του και θα γλίτωνε την αποψινή παρουσίαση.
«Είστε καλά;» τον ρώτησε η βοηθός παρουσιάστρια με τα πεταχτά δόντια δίπλα του. Ήταν από παλιά στο κανάλι και ήταν η πρώτη υποψήφια να αναλάβει καθήκοντα κεντρικού παρουσιαστή. Τον κοιτούσε με μισό μάτι, από αυτό ενός βεζίρη. «Είστε ιδρωμένος».
«Ζέσ…» πήγε να δικαιολογηθεί ο Γιατεντέρης, εννοώντας ‘ζέστη’, αλλά επειδή δεν έκανε καθόλου ζέστη έκοψε αμέσως το ψέμα του. «Ζέσ… Ζέσ…» έκανε προσπαθώντας να τα μπαλώσει αλλά χωρίς να βρίσκει κάτι κατάλληλο. «Ζε σουί μαλάντ» είπε τελικά, βάζοντας έντονη γαλλική προφορά. «Είμαι λίγο άρρωστος».
Η νυφίτσα τον κοίταξε σαν να μην μπορούσε να καταλάβει αν την δουλεύει ή όχι.
Ο τεχνικός που του στερέωνε το μικρόφωνο τελείωσε την δουλειά του και αντικαταστάθηκε από την αισθητικό. Ο Γιατεντέρης άρπαξε την ευκαιρία για να αποφύγει τον διάλογο με την θηλυκιά βεζίρη και ανασήκωσε το πρόσωπο για να δεχτεί τις φροντίδες. Η αισθητικός προσπάθησε να του το σουλουπώσει όπως μπορούσε για να μην γυαλίζει έτσι. Ο αρχισυντάκτης πίσω του συνέχιζε τον χαβά του.
Λιποθύμα ρε! 
Δεν λιποθύμησε. Ούτε και πρόλαβε να σκεφτεί μια καλή δικαιολογία. Πριν προλάβει, βασικά, να σκεφτεί και πολλά, οι τεχνικοί τελείωσαν τα δοκιμαστικά τους, ο σκηνοθέτης βροντοφώναξε πως βγαίνουν στον αέρα, οι περιττοί εξαφανίστηκαν από το στούντιο και οι προβολείς άναψαν. 
Οι κάμερες έπεσαν ζουμαρισμένες πάνω στο χλωμό πρόσωπο του κεντρικού παρουσιαστή.


Πάρτα.
Ήταν μια αριστερή παλάμη, μεγάλη, με τραχιά δάχτυλα, με χοντρό καρπό και τριχωτό μπράτσο. Την ακολούθησε η δεξιά παλάμη, που κόλλησε πίσω από την αριστερή με φόρα, αφήνοντας ένα δυνατό κρότο για έμφαση. Και οι δύο στόχευαν προς την τηλεόραση. Ενωμένες. Άνηκαν σε ένα φορτηγατζή που έπινε μπύρες σε ένα καφενείο.
«Πάρτα μη στα χρωστάω» ξανάπε ο φορτηγατζής.
Η τηλεόραση έδειχνε τον Γιατεντέρη να λέει την πρώτη είδηση. 
Οι παλάμες του φορτηγατζή παρέμειναν προς την τηλεόραση, μέχρι που ο ιδιοκτήτης τους αποφάσισε πως τις χρειαζόταν για να πιει λίγη μπύρα. Τις κατέβασε και έπιασε το ποτήρι του.
Ο Γιατεντέρης πέρασε στην δεύτερη είδηση. Ο ιδρώτας στο πρόσωπο δεν φαινόταν λόγω της ανάλυσης της τηλεόρασης που έκοβε λεπτομέρειες. Ωστόσο, ήταν φανερό πως δεν ένιωθε και πολύ καλά.
«Πάρτα».
Το φάσκελο αυτή τη φορά άνηκε σε έναν οικοδόμο, που έτρωγε βραδινό με την οικογένεια τους. Εκτοξεύτηκαν και βροντερά καντήλια, συνοδευμένα από ψίχουλα. Η οικογένεια κοίταξε την τηλεόραση και άρχισαν ομαδικά τις ειρωνείες. Μετά ξαναστράφηκαν στο φαγητό τους.
Ο Γιατεντέρης τελείωσε και αυτή την είδηση. Η κάμερα τώρα τον έδειχνε από πιο μακριά. Εμφάνισε τα χέρια του που τα κράταγε κάτω από το γραφείο και έπιασε τα χαρτιά μπροστά του. Άλλαξε σελίδα χωρίς να πει λέξη. Μετά, ξανάκρυψε τα χέρια του χαμηλά –στον πισινό τα έβαλε, ρε συ;- και είπε την επόμενη είδηση.
«Ε, ε, πάρτα» είπε ο περιπτεράς, που σταμάτησε να δίνει ρέστα και φασκέλωσε την μικρή τηλεόραση μέσα στο περίπτερο. «Τα θέλει ο οργανισμός σου, βραδιάτικα».
«Ποιος είναι;» τον ρώτησε ο πελάτης που αγόραζε τσιγάρα.
«Ποιος άλλος; Ο Γιατεντέρης».
«Δώστου ένα κι από μένα» είπε ο πελάτης.
«Και δύο, μη σου πω» απάντησε ο περιπτεράς.
Ο Γιατεντέρης αγνοούσε όλα αυτά τα φάσκελα αλλά τα σημαντικά ήταν τα δικά του. Κρατούσε με νύχια και δόντια τις παλάμες του κάτω από τον πισινό του, ενώ τα πόδια του τα είχε τυλίξει στα μπροστά πόδια της καρέκλας. Το κόλπο ήταν να μην μιλά όταν τα χέρια του ήταν ελεύθερα και να μιλά όταν δεν ήταν. Προς το παρών τα κατάφερνε. Βρήκε, μάλιστα, ιδιαίτερα χρήσιμο να αφήνει τους συνομιλητές του να μιλούν χωρίς να τους διακόπτει, αφού έτσι μιλούσε το λιγότερο δυνατόν αυτός.
Πέρασε στην επόμενη είδηση.
«Πάρτα, βλήμα».
Το φάσκελο ήταν από έναν φοιτητή που έκανε ζάπινγκ και έπεσε πάνω στις ειδήσεις. Άλλαξε κανάλι πολύ γρήγορα.
Ο Γιατεντέρης έσφιξε τα άκρα του στα σημεία που τα κρατούσε παγιδευμένα γιατί το πράμα δυσκόλεψε. Είχαν τηλεφωνική επικοινωνία με τον αντιπρόσωπο μιας ομάδας συνταξιούχων, και από το κοντρόλ τού ζητούσαν να τον ρωτά συγκεκριμένα πράγματα. Πολλές φορές του ζητούσαν να στρέφει την κουβέντα προς τα εκεί που έπρεπε ή να κάνει τον ‘συνήγορο του διαβόλου’, λέγοντας επιχειρήματα. Αυτό ήταν από τα πιο δύσκολα σημεία της βραδιάς. Ωστόσο, τα κατάφερε και εδώ.
Οι συνταξιούχοι από τα σπίτια τους πάντως φασκέλωναν κατά ριπάς. 
Νέα είδηση. 
Νέα φάσκελα.
Κι άλλη είδηση.
Κι άλλα φάσκελα.
Συνέντευξη με τον φιλοξενούμενο πολιτικό.
Πολλά φάσκελα.
Οι ειδήσεις τελείωσαν.
Ο Γιατεντέρης τα κατάφερε.
Η ανακούφιση ήταν τόσο μεγάλη που ο παρουσιαστής έμοιαζε για μια στιγμή να ξεφουσκώνει ολόκληρος, λες και κρατούσε την ανάσα του όλη αυτή την ώρα. Δεν τον έπαιρνε η κάμερα γιατί πλέον έδειχνε αθλητικά, αλλά όταν είπε και την τελευταία είδηση χωρίς να εκτραπεί, άφησε ένα ξεφύσημα που φανέρωσε όλο το άγχος που του είχε φύγει. Σχεδόν λύθηκε. Τι ‘σχεδόν’, δηλαδή. Μέχρι και η καρέκλα έδειξε να ανακουφίζεται από το ασφυκτικό δέσιμο που της έκανε τόση ώρα.
Οι βοηθοί παρουσιαστές και το τεχνικό επιτελείο είχαν καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά ο Γιατεντέρης είχε καταφέρει να ανταπεξέλθει. Ακόμα και άρρωστος -όπως φαινόταν ότι ήταν- είχε δείξει άκρατο επαγγελματισμό και είχε φτάσει το δελτίο ως το τέλος. Ούτε να παραπονεθεί ούτε να ζητήσει αντικατάσταση ούτε τίποτα. Αυτό τον ανέβασε ακόμα περισσότερο στα μάτια τους. Με το που απομακρύνθηκε η κάμερα από πάνω του, του έδωσαν χαμηλόφωνα συγχαρητήρια σαν καλοί συνάδελφοι.
Ο Γιατεντέρης τους ευχαρίστησε μοιράζοντας χαμόγελα δεξιά και αριστερά. Μέχρι και από το κοντρόλ του έδιναν συγχαρητήρια. Αυτό ειδικά τον έκανε ιδιαίτερα ευτυχισμένο. Κοίτα να δεις που από ενδεχόμενο ναυάγιο είχε καταφέρει όχι μόνο να βγει αλώβητος αλλά να αποκτήσει και δάφνες! 
Οι αθλητικές ειδήσεις τελείωσαν, ακολούθησε ο καιρός και το χρηματιστήριο, και οι κάμερες στράφηκαν ξανά πάνω του για να κλείσει το δελτίο. Εκείνος πήρε τα χαρτιά του και τα χτύπησε κάθετα στο τραπέζι, με μια κίνηση που έκανε πάντα κλείνοντας το δελτίο. Το πρόσωπο του ήταν εμφανώς σε καλύτερη κατάσταση.
«Σας ευχαριστούμε και απόψε που μας παρακολουθήσατε» είπε χαμογελώντας εγκάρδια. «Ήταν οι ειδήσεις των 9. Από το κανάλι της πραγματικής και έγκυρης ενημέρωσης».
ΦΑΠ! 
Πάρτα.
Κι από τα δυο του χέρια.

1 σχόλιο:

Νικος Κρητικου είπε...

Υπόθεση: Λίγο πριν παρουσιάσει το κεντρικό δελτίο ειδήσεων των 9, το χέρι του κεντρικού παρουσιαστή τρελαίνεται και τον φασκελώνει κάθε φορά που λέει παραμύθια.